- βουλιμίασις
- βουλιμίασις, η (Α) [βουλιμιώ]το να πάσχει κανείς από βουλιμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουλιμίασιν — βουλιμίασις suffering from fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
βουλιμιάσεως — βουλιμιάσεω̆ς , βουλιμίασις suffering from fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)